αρίζηλος

αρίζηλος
ἀρίζηλος, -ον και -η, -ον (Α)
Ι. 1. φανερός, καταφανής
2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός
4. (για πρόσωπα) θαυμαστός
II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» — αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρίδηλος «προφανέστατος, εύκολα αναγνωρίσιμος». Το β' συνθετικό προέρχεται πιθ. από τ. -δyηλος (< δέοντο «φαινόταν»), αν και η άποψη ότι αποτελεί παραλλαγή του δήλος, όπου το j είναι μια μορφή διπλού δ, είναι περισσότερο υποστηρίξιμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρίζηλος — y masc nom sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλω — ἀρίζηλος y masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλως — ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc acc pl (epic doric) ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίζηλον — ἀρίζηλος y masc acc sg (epic) ἀρίζηλος y neut nom/voc/acc sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc sg (epic) ἀρίζηλος y neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλων — ἀρίζηλος y fem gen pl (epic) ἀρίζηλος y masc/neut gen pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλοιο — ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλοις — ἀρίζηλος y masc/neut dat pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλοισι — ἀρίζηλος y masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλου — ἀρίζηλος y masc/neut gen sg (epic) ἀρίζηλος y masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριζήλους — ἀρίζηλος y masc acc pl (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”